- ἀποδυσπέτημα
- ἀποδυσ-πέτημα, ατος, τό, = sq., Sch.Luc.Tim.3 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποδυσπετημάτων — ἀποδυσπέτημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)